ἀκριδοθήρας — ἀκριδοθήρᾱς , ἀκριδοθήρα locust trap fem acc pl ἀκριδοθήρᾱς , ἀκριδοθήρα locust trap fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακριδοθήρα — ἀκριδοθήρα, η (Α) παγίδα για τη σύλληψη ακρίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρίς ίδος + θήρα. ΠΑΡ. νεοελλ. ακριδοθήρας] … Dictionary of Greek
θήρα — I Νησί των Κυκλάδων. Βλ. λ. Σαντορίνη. Άποψη του γραφικού οικισμού Θήρα, με την πανοραμική θέα, στο ομώνυμο νησί των Κυκλάδων. II Κωμόπολη (υψόμ. 260 μ., 2.113 κάτ.) και πρωτεύουσα της Σαντορίνης. Είναι χτισμένη στα δυτικά παράλια του νησιού,… … Dictionary of Greek
αγιοπούλι — Ωδικό πούλι της οικογένειας των ψαριδών. Το επιστημονικό του όνομα είναι πάστωρ ο ρόδινος. Λέγεται και ακριδοθήρας. Το α. έχει μήκος 21 έως 23 εκ., μικρό λοφίο στο κεφάλι και δυνατό ράμφος. Το χρώμα του είναι ρόδινο στο σώμα, ενώ στο κεφάλι, στον … Dictionary of Greek
διαβολοπούλι — το το πτηνό ακριδοθήρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)